- χωρόχρονος
- και χωροχρόνος, ο, Ν(μαθημ.-φυσ.) χώρος τεσσάρων διαστάσεων, ο οποίος προκύπτει από την προσθήκη μιας τέταρτης συντεταγμένης, αυτής τού χρόνου, στον τρισδιάστατο χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + χρόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωροχρονικός — ή, ό, Ν [χωρόχρονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρόχρονο 2. φρ. «χωροχρονικό συνεχές» (μαθημ. φυσ.) (στη θεωρία τής σχετικότητας) ένας τετραδιάστατος χώρος τού οποίου η τέταρτη διάσταση είναι ο χρόνος, ο χωρόχρονος … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
χρονόχωρος — ο, Ν (μαθημ. φυσ.) χωρόχρονος … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek